συνήθειαν

συνήθειαν
συνήθεια
habitual intercourse
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • обычаи — ОБЫЧА|И (501), ˫А с. 1.Привычка, обыкновение: И слышѧштѧ гл҃ы нечисты. и обычѧ˫а пагѹбьны. раждизаюштѧ и распалѧюштѧ и въжизаюштѧ на блѹдъ. Изб 1076, 223; се бо и сиць обычаи имѧше блаженыи. ˫акоже многашьды въ нощи въста˫а. и отаи вьсѣхъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κατασυνήθεια — κατασυνήθεια, ἡ (Α) πάπ. το συνηθισμένο δώρο, φιλοδώρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατὰ συνήθειαν (το κατά συνηθειαν διδόμενον), πρβλ. πουρμπουάρ < γαλλ. φρ. pour boire «για να πιει (κανείς)»] …   Dictionary of Greek

  • συνήθεια — η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. συνηθία Α [συνήθης] 1. έξη, ιδίως φυσική διάθεση τού σώματος, που οφείλεται στη συνεχή επανάληψη μιας άσκησης ή μιας πράξης (α. «το πολύ περπάτημα μού έχει γίνει συνήθεια και δεν κουράζομαι πια» β. «μέγα ἡ συνήθεια καὶ φύσις… …   Dictionary of Greek

  • χρονίζω — ΝΜΑ [χρόνος] (αμτβ.) 1. αργοπορώ αδικαιολόγητα, χασομερώ 2. (για νόσο) γίνομαι χρόνιος 3. διαρκώ πολύ αρχ. 1. σπαταλώ τον χρόνο μου, χάνω τον καιρό μου («Καμβύσῃ δὲ τῷ Κύρου χρονίζοντι περὶ Αἴγυπτον», Ηρόδ.) 2. διαρκώ πολύ χρόνο («χρονιζούσης τῆς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”